Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Αναζητώντας τις ρίζες της Ελληνικής Κρίσης – μια άλλη οπτική.



Του Πέτρου Βιολάκη

Η Ελληνική οικονομική κρίση είναι εδώ και μας ταλαιπωρεί ΟΛΟΥΣ. Είναι, όμως, αποτέλεσμα ηθικής κρίσης; Είναι αποτέλεσμα πολιτικής (και όχι μόνο) διαφθοράς; Είναι αποτέλεσμα αλλοτρίωσης των θεσμών ή αποτελεί μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού κερδοσκοπίας εις βάρος της χώρας μας; Το μόνο σίγουρο είναι το γεγονός ότι το πρόβλημα της κρίσης πρέπει να ΛΥΘΕΙ ΑΜΕΣΑ, και να χτυπηθεί στη ρίζα του. Το παρόν κείμενο αποτελεί μια άλλη οπτική που αναζητά τις ρίζες του προβλήματος στο βάθος της (πρόσφατης) ιστορίας της χώρας μας. Αναζητά τα αίτια που δεν επέτρεψαν στο Ελληνικό κράτος να λειτουργήσει και να αποτραπεί η κρίση που βιώνουμε σήμερα. 
 Γιατί, όμως, δεν «δούλεψε» το ίδιο το κράτος; Γιατί καταρρέουν οι θεσμοί της Ελλάδας; Γιατί δεν υπερασπίζονται το κράτος τους οι θεσμοφύλακες, οι ίδιοι οι πολίτες;
Γιατί, απλούστατα τα αίτια της Ελληνικής ηθικό-οικονομικής κρίσης αποτελούν προϊόν μακροχρόνιας σύγκρουσης πολιτικών ιδεολογιών, αλλά και συνδεδεμένων νοοτροπιών που έχουν παρεισφρήσει στην αντίληψη και στη καθημερινή μας συμπεριφορά. Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω, η πιθανή χρονολογική «έναρξη» της ιδεολογικής αυτής σύγκρουσης δύναται να τοποθετηθεί στα μέσα του 1940-50, οπότε η Βρετανία και ο Στάλιν είχαν συμφωνήσει ότι η Ελλάδα θα ανήκει στη Βρετανική μεταπολεμική σφαίρα επιρροής (Λαζάκης, 2002, σελ. 28.). Τη σκυτάλη από τη Βρετανία, έλαβε το 1946 η αμερικανική κυβέρνηση, με δηλώσεις υποστήριξης προς την Ελλάδα, πώληση οπλικών συστημάτων,  συστάσεις για αναθεώρηση της οικονομικής βοήθειας και οικονομικής αποστολής εμπειρογνωμόνων προς τη χώρα (Wittner, 1982, σελ. 56). Το ευσεβές (αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι) πρόγραμμα των ΗΠΑ αναμενόταν να δώσει ένα τέλος στις προσπάθειες των κομμουνιστών για ανάληψη της εξουσίας και παράλληλα να προσανατολίσει την Ελλάδα προς τη δύση.
Η κατάσταση που ακολούθησε είναι λίγο-πολύ γνωστή, με τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ να μην αποδέχονται αυτή τη συμφωνία και να προσπαθούν σε κάθε περίπτωση να αναλάβουν την Εξουσία. Την ίδια περίοδο, ο Στάλιν εύγλωττα ανέφερε για τους Έλληνες κομμουνιστές: «όχι, δεν έχουν καμία προοπτική επιτυχίας.. Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει το συντομότερο δυνατόν» (Seton-Watson, 1962, σελ. 325). Την ήδη υπάρχουσα εκρηκτική, μεταπολεμική κατάσταση δυναμίτισαν περισσότερο ο ξένος επεμβατισμός και ο διχασμός σχετικά με το «ευαίσθητο» θέμα της τιμωρίας ή μη των συνεργατών των Γερμανών. Όλα τα προαναφερθέντα αποτέλεσαν τα βασικά σημεία που οδήγησαν στα βίαια γεγονότα στις αρχές του Δεκέμβρη του ‘44 (Λαζάκης, 2002, σελ. 42).  Μερικούς μήνες μετά, η συνθήκη της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) θα εξασφάλιζε πολιτικά δικαιώματα, πολιτική αμνηστία, εκκαθάριση δημοσίων υπηρεσιών από συνεργάτες Γερμανών, ψήφισμα για τη μοναρχία, εκλογές και διάλυση των αντάρτικων σωμάτων ΕΛΑΣ. Φυσικά οι όροι της συμφωνίας δε τηρήθηκαν ΠΟΤΕ, αντί αυτών: η αστυνομία και η χωροφυλακή δεν εκκαθαρίστηκαν από συνεργάτες των Γερμανών ενώ η δωροδοκία και η ευνοιοκρατία εξαπλώθηκαν (Ρουσσέας , 1968, σελ. 74). 
Καθώς τα προβλήματα δεν αντιμετωπιζόταν από τους παραδοσιακούς πολιτικούς, είτε από άγνοια είτε από αδυναμία παραγωγής ουσιαστικής πολιτικής, η συσσώρευση των προβλημάτων αυξανόταν, ενώ το ιδεολογικό χάσμα γινόταν μεγαλύτερο. Χαρακτηριστική η δήλωση του αμερικανού πρέσβη Λίντον Μακβή (1947) –η οποία και αγνοήθηκε- που προειδοποιούσε για ένα εκκολαπτόμενο ιδεολογικό εμφύλιο, παρόμοιο με αυτόν που είχε ξεσπάσει στην Ισπανία (Roubatis, 1979, σελ. 39-57).
Ο ιδεολογικός αυτός διαχωρισμός κρατεί μέχρι σήμερα, άλλοτε αμβλύνοντας τις διαφορές και άλλοτε γεφυρώνοντας χάσματα. Πράγματι, από τα μέσα του 1940 έχουμε χωριστεί σε δύο κυρίαρχους ιδεολογικούς χώρους (κέντρο αριστερά - αριστερά και κέντρο δεξιά -  δεξιά) που παλεύουν για την εξουσία. Ως φαίνεται, δεν έχουμε καταλάβει ότι έχουμε (ακόμα) στην ιδιοκτησία μας το καλύτερο «οικόπεδο» στον κόσμο. Βέβαια, ίσως για αυτό τον ιδεολογικό αλληλοσπαραγμό να ευθύνεται (κατά κάποιο τρόπο) η Ελληνική επανάσταση του 1821, και ο (επανα-)διαφωτισμός που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Ελληνική επανάσταση κατάφερε με σκληρούς αγώνες και θυσίες να απελευθερώσει το γένος, όμως περιόρισε το Ελληνικό έθνος σε γεωγραφικά σύνορα. Όμως, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ΔΕΝ πρέπει να ερωτευόμαστε τις λέξεις, ούτε να εξαρτόμαστε από ιδέες. Είναι απλώς εργαλεία, που λύνουν συγκεκριμένα προβλήματα και κοινωνικές αδικίες (που δημιουργούνται) σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και διαφορετικές κοινωνίες. 
Εμείς, που παραλάβαμε αυτό το κράτος και αυτό το έθνος, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ο Ελληνισμός υπερβαίνει τα όρια του κράτους και απλώνεται όπου φτάνει η γλώσσα μας, ο «βαρυσήμαντος» πολιτισμός και οι παραδόσεις μας. Στα πλαίσια αυτά, έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε ΟΛΑ τα «σημαντικά» πλεονεκτήματα που έχουμε, όπως η συμμετοχή στην ΕΕ, μια ιδιαίτερα σημαντική διέξοδος για το παγκοσμιοποιημένο σύστημα και τις παγκόσμιες αγορές. Μέσω, λοιπόν, της ΕΕ, πρέπει με εξωστρέφεια να «μεγαλώσουμε» και να δυναμώσουμε το Ελληνικό Έθνος, να το κάνουμε αντάξιο της παρακαταθήκης που λάβαμε και επιτέλους να σταματήσουμε να «τρώμε» τις σάρκες μας ως λαός. Αυτό το έξωθεν επιβεβλημένο παιχνίδι του αλληλοσπαραγμού πρέπει να τελειώσει! Πλέον, οι συνέπειες κινδυνεύουν να μεταφερθούν και στις επόμενες γενιές. 
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα συνονθύλευμα πολιτικών ιδεολογημάτων, λόγω ιδιομορφιών γεωγραφικής θέσης και γεωμορφολογίας. Κάθε τοπική κοινωνία, στη χώρα μας, έχει τη δική της δυναμική, εξέλιξη και πορεία βασιζόμενη σε τοπικούς οικονομικό-κοινωνικούς παράγοντες που αποτελούν το τοπικό μοντέλο ανάπτυξης, που είναι συνδεδεμένο με αντίστοιχα πολιτικά ιδεολογήματα. Στα πλαίσια αυτά, είναι ορατό ότι η όποια βίαιη επιβολή ενός εκ των κυρίαρχων ιδεολογικών χώρων αναπάντεχα καταστρέφει τον άλλο, ενώ δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες και βάζει στο περιθώριο ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος των έξωθεν παρεμβάσεων στα εσωτερικά της χώρας μας, η αποτροπή της ιδεολογικής συνύπαρξης και η δημιουργία πλήρους υποταγμένων, στα ξένα συμφέροντα, ομάδων συμφερόντων, που φυσικά είναι ανίκανες να παράγουν την όποια ωφέλιμη πολιτική για τους πολίτες αυτής της χώρας. Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να παράγουμε δική μας πολιτική σκέψη; Μήπως είναι καιρός να πάψουμε να ασχολούμαστε με το τι θέλουμε να είμαστε και να ασχοληθούμε περισσότερο με το τι πραγματικά είμαστε ώστε να οδηγηθούμε εκτός οικονομικής και ηθικής κρίσης; 

Πέτρος Βιολάκης
Υποψήφιος Διδάκτορας
Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες
Πανεπιστήμιο Exeter (UK)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου